- εκθυμώ
- ἐκθυμῶ (-όω) (Μ)1. εξοργίζω, εξαγριώνω2. μέσ. ἐκθυμοῡμαιφέρνω κάτι στον νου μου, θυμάμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκθύμῳ — ἐκθύ̱μῳ , ἔκθυμος spirited masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)